-
1 διεξελαύνω
A drive, ride, march through, abs., Hdt.1.187: c. acc. loci,δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11
;τὰς πύλας Id.5.52
, etc.; alsoκατὰ τὸ προάστειον Id.3.86
;δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100
;δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.Publ.19
: c. gen. loci,δ. τῆς Ῥώμης Id.Cam.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξελαύνω
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… … Dictionary of Greek